- ενδοσκοπικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την ενδοσκόπια2. φρ. «ενδοσκοπική ψευδαίσθηση» — ψευδαίσθηση κατά την οποία αυτός που πάσχει νομίζει ότι βλέπει το εσωτερικό τού σώματός του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοσκοπικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ενδοσκοπία ή ενδοσκόπηση (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek